λακίδα

λακίδα
λακίς
rent
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λακίδα — Αρχαία πόλη της Παλαιστίνης, ΝΔ της Ιερουσαλήμ. Ταυτίστηκε με τη θέση Τελ εντ Ντουβεΐρ, στην Παλαιστίνη. Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στη Λ. (1932 38), αποκάλυψαν ότι οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν εκεί την πρώτη εποχή του χαλκού (3000… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”